- εξηγήσιμος
- -η, -ο [εξήγησις]αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξηγηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξηγήσιμος — η, ο ο άξιος να εξηγηθεί, που μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει, ερμηνευτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)